- σύγκοιτος
- σύγκοιτος1 bed companion met.
τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σύγκοιτος — bedfellow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκοιτος — ον, και ανώμαλος τ. θηλ. σύγκοιτις, ιδος, και ως ουσ. σύγκοιτος, ό, και ἡ, Α 1. αυτός που κοιμάται μαζί με άλλον στο ίδιο κρεβάτι, σύνευνος 2. (το ουδ.) σύγκοιτον αυτό που ανήκει ή αναφέρεται ή και αρμόζει στη σαρκική μίξη («σύγκοιτα δὲ φίλτρα… … Dictionary of Greek
συγκοίτου — σύγκοιτος bedfellow masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοίτους — σύγκοιτος bedfellow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοίτῳ — σύγκοιτος bedfellow masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκοιτον — σύγκοιτος bedfellow masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
суложь — супруга , только русск. цслав. суложь σύνευνος, σύγκοιτος наряду со съложь – то же. Связано с сербск. цслав. сулогъ σύγκοιτος, чеш. souloh сожительство ; см. су II и ложе, ложить. Ср. греч. ἄλοχος ж. супруга (*sɨ̥̄loghos); см. Траутман, ВSW 158 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
συγκοιτάδιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «σύγκοιτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκοιτος «αυτός που κοιμάται μαζί με άλλον στο ίδιο κρεβάτι» + επίθημα άδιος (πρβλ. κατοικ άδιος)] … Dictionary of Greek
συγκοίτιον — τὸ, Α (ενν. ἀργύριον) (κατά τον Ησύχ.) μίσθωμα, πληρωμή εταίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκοιτος «αυτός που κοιμάται με άλλον στο ίδιο κρεβάτι» + επίθημα ιος (πρβλ. λόγ ιος)] … Dictionary of Greek
σύγκοιτις — οίτιδος, ἡ, Α (ανώμαλος τ. θηλ.) βλ. σύγκοιτος … Dictionary of Greek
ԱՆԿՈՂՆԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0175 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c գ. Ամուսին. այր եւ կին. ὀ καὶ ἠ σύγκοιτος concubitor, trix էրիկ կնիկ. ... *Յանկողնակցէ քումմէ զգո՛յշ լեր պատմել ինչ նմա. Միք. ՟Է. 5: *Այլազգեացն ʼի ձեռս մատնէր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)